θορυβωδῶν

θορυβωδῶν
θορυβώδης
uproarious
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παπαγάλος — ο 1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών ζωηρόχρωμων θορυβωδών διακοσμητικών πτηνών που αποτελούν την τάξη ψιττακόμορφα, η οποία έχει μία μόνον οικογένεια, τους ψιττακίδες, με 300 περίπου είδη, που απαντούν σε όλες τις τροπικές και υποτροπικές ζώνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”